ανάσχεσις

ανάσχεσις
(-εως) η
1) сдерживание, обуздывание; останавливание, торможение; 2) заградительный огонь

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ανάσχεσις" в других словарях:

  • ἀνασχέσει — ἀνάσχεσις holding up fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀνασχέσεϊ , ἀνάσχεσις holding up fem dat sg (epic) ἀνάσχεσις holding up fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνασχέσεσι — ἀνάσχεσις holding up fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνάσχεσιν — ἀνάσχεσις holding up fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανάσχεση — η (Α ἀνάσχεσις) νεοελλ. αναχαίτιση, συγκράτηση, σταμάτημα αρχ. 1. ανοχή, εγκαρτέρηση 2. ανέβασμα, άνοδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανέχω. ΠΑΡ. ανασχετικός] …   Dictionary of Greek

  • ἀνασχέσεως — ἀνασχέσεω̆ς , ἀνάσχεσις holding up fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»